- πυρροῦνται
- πυρρόομαιbecome redpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρρώ — όω, Α [πυρρός] βάφω κάτι κόκκινο, κοκκινίζω κάτι («αἱ τρίχες πυρροῡνται», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek